Έλειψε για τρεις ώρες… και η κολλητή της δεν έχασε χρόνο (part 2)


Ακολουθεί η ιστορία όπως μας την διηγήθηκε ο Κώστας... (μέρος 2ο)

Μια ώρα είχε περάσει. Το σπίτι είχε ξαναγίνει ήσυχο. Ο ήλιος έπεφτε, αλλά η ζέστη μέσα ήταν ακόμα κολλητική, σχεδόν αισθησιακή.

Εγώ είχα ξαπλώσει στον καναπέ, φορώντας μόνο ένα σορτσάκι. Ο ιδρώτας ακόμα κολλούσε στη μέση μου. Δεν είχα πάρει ανάσα κανονική, και δεν ήθελα.


Η Χριστίνα βγήκε απ’ το μπάνιο, στεγνή πια. 


Μαλλιά δεμένα, δέρμα καθαρό, λαμπερό. 

Φορούσε μόνο το μαγιό της — ένα κοφτό μπλέ, χαμηλοδεμένο στο πλάι. 


Παρεό; 


Τίποτα. 


Γυμνή σχεδόν, αλλά ήρεμη.


Είχε αυτό το βλέμμα που λέει: «δεν τελειώσαμε».

Πήγε στο ψυγείο, πήρε ένα μπουκάλι νερό. Το άνοιξε, ήπιε αργά, με τα μάτια πάνω μου.


«Θες κι άλλο;» είπε.


Δεν ήξερα αν εννοούσε το νερό ή... το άλλο. Δεν απάντησα.


Πλησίασε και στάθηκε μπροστά μου, με το μπουκάλι στο χέρι. Έσταξε λίγο νερό στο στέρνο μου — κρύο, ανατριχιαστικό. Μετά ακούμπησε τα δάχτυλά της πάνω μου και το άπλωσε αργά, γλιστρώντας προς τα κάτω.

«Δεν χόρτασα», μου ψιθύρισε.


Έσκυψε. Η γλώσσα της πέρασε αργά απ’ το στήθος μου, έγλειψε τις σταγόνες μεθοδικά. Ύστερα σήκωσε τα μάτια της.

«Δεν θα σε αφήσω να το ξεχάσεις.»

Πριν προλάβω να πω οτιδήποτε, κάθισε πάνω μου. Το μαγιό της ακόμα φορεμένο, αλλά τρίφτηκε πάνω μου ξεδιάντροπα.


 Το κορμί της λικνιζόταν, και δεν άργησε να με σηκώσει ξανά. Η πούτσ@ μου πετάχτηκε έξω απ’ το σορτσάκι — εκείνη το είδε και χαμογέλασε.


«Έτσι σε θέλω. Έτοιμο. Να μη χρειάζεται καν κουβέντα.»

Κατέβασε το κάτω μέρος του μαγιό της στο πλάι και κάθισε πάνω μου.

Αργά. Ολόκληρη. Σφιχτά. Μέχρι τέρμα.

Με το βλέμμα της καρφωμένο στο δικό μου.

Δεν έβγαλε κιχ.

Τα μάτια της μισόκλειστα, το στόμα μισάνοιχτο. Τα χέρια της στον λαιμό μου, τα νύχια της μπήγονταν βαθιά.

«Μη σταματήσεις. Ό,τι και να γίνει», είπε κοφτά, σχεδόν διατάζοντας.


Άρχισε να κουνιέται μπρος-πίσω. 


Ήταν πάνω μου, αλλά είχε τον έλεγχο. 


Κάθε της κίνηση ήταν χτύπημα, βαθιά μέσα, με ένταση. 


Την έπιασα απ’ τα κωλομέρι@ και την καθοδηγούσα, δίνοντάς της περισσότερο ρυθμό.

Ο ιδρώτας έσταζε απ’ το στήθος της στο δικό μου. 

Το βλέμμα της καυτό. Τίποτα δεν ήταν μαλακό.


 Τίποτα δεν ήταν ρομαντικό. Ήταν καθαρό, ξεκάθαρο γ@μήσι.

«Θες να σε σκίσω;» της ψιθύρισα με τα δόντια στο αυτί της.


«Αυτό κάνεις. Και σ’ αφήνω γιατί το κάνεις σωστά», απάντησε πνιχτά.

Με γύρισε ξαφνικά, με έριξε ανάσκελα στον καναπέ, κι άρχισε να χορεύει πάνω μου πιο άγρια. 


Πήγαινε μέχρι κάτω και ξανά πάνω, με τα χέρια της στις ρώγες της, τα μάτια της κλειστά, το σώμα της να τινάζεται κάθε φορά που έμπαινα βαθιά.

«Θα τελειώσω έτσι πάνω σου, να σε λερώσω ολόκληρο», μου πέταξε.


Της άρπαξα τα μαλλιά και την έσφιξα με δύναμη. Εκείνη αναστέναξε και τελείωσε πάνω μου με ένα γρήγορο τίναγμα.


 Έτρεμε. Το κορμί της έλιωνε πάνω στο δικό μου.


Έμεινα μέσα της, ακίνητος για λίγο.


«Χύνεις;» ρώτησε σιγανά.


Δεν πρόλαβα να απαντήσω. Κατέβηκε από πάνω μου, γονάτισε μπροστά μου, έβαλε την πούτσα μου βαθιά στο στόμα της και άρχισε να με ρουφάει σαν να της χρωστούσα κάτι.

Χωρίς λόγια. Χωρίς ρυθμό. Κατευθείαν στο τέλος.


Τελείωσα μέσα της. 


Δεν άφησε τίποτα. 


Τα κατάπιε όλα.


Μετά με κοίταξε, έγλειψε τα χείλη και χαμογέλασε.


«Καλή δουλειά. Να το καθιερώνουμε αυτό.»


Σηκώθηκε, φόρεσε ξανά το μαγιό, ίσιωσε τα μαλλιά της και πήγε στον καθρέφτη της εισόδου.


«Έχεις 10 λεπτά να συνέλθεις. Αν έρθει η Άννα και ιδρώσεις μπροστά της, θα νομίζει ότι παίζουμε beach volley εδώ μέσα.»


Γέλασα.


Και ήξερα ότι δεν είχε τελειώσει τίποτα.


Μία ώρα μετά...

Η Άννα γύρισε από Θεσσαλονίκη σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα.


«Παιδιά, σκοτώθηκα στην κίνηση... Χριστίνα, τουλάχιστον δεν βαρέθηκες με τον δικό μου;»


Η Χριστίνα χαμογέλασε χαλαρά, πίνοντας από το ποτήρι της.


«Μια χαρά περάσαμε. Ήσυχα.»

Εγώ σήκωσα το φρύδι.


«Ήπιαμε κάτι, κάναμε και ένα μπάνιο», είπα με αθώο ύφος.


Η Άννα δεν κατάλαβε τίποτα. Μπήκε στο δωμάτιο να αλλάξει.


Μισή ώρα μετά, βρεθήκαμε και οι τρεις σε ένα χαμηλό μπαράκι πάνω στη θάλασσα. Τραπέζι στην άκρη. Η μουσική chill, τα ποτά κρύα.


Η Χριστίνα κάθισε δίπλα μου. Τα πόδια της άγγιξαν τα δικά μου κάτω απ’ το τραπέζι. Δεν είπε τίποτα.


Μόνο πλησίασε στο αυτί μου και ψιθύρισε:


«Μην κοιτάς αλλού. Έχεις ακόμα δουλειά απόψε.»


Ήπια μια γουλιά από το ποτό μου και δεν απάντησα.

Αλλά το χαμόγελό μου τα είπε όλα.


Previous Post Next Post