Ακολουθεί η ιστορία όπως μας την διηγήθηκε ο Κώστας... (μέρος 1ο)
Βρισκόμασταν Χαλκιδική, στο εξοχικό της Άννας, της γυναίκας μου. Ένα ήσυχο σπίτι λίγο έξω από την Καλλιθέα, πνιγμένο στα πεύκα, με αυλή, φραπέδες, και ήχους από τζιτζίκια όλη μέρα. Κλασικό σκηνικό καλοκαιριού.
Εκείνες τις μέρες φιλοξενούσαμε στο σπίτι την κολλητή της, την Χριστίνα.
Η Άννα είναι λογίστρια, δουλεύει σε μεγάλη εταιρεία στη Θεσσαλονίκη. Εκείνο το απόγευμα την πήραν τηλέφωνο απ’ το γραφείο – «επείγον θέμα», είπε – και έφυγε για την πόλη. Φόρεσε φόρεμα πάνω απ’ το μαγιό, έβαλε παπούτσια, μου έδωσε ενα φιλί και έφυγε με το αμάξι.
«Θα γυρίσω το βραδάκι, εντάξει; Μπορεί και πιο αργά», φώναξε απ’ την πόρτα.
Μείναμε μόνοι στο σπίτι. Εγώ... κι η Χριστίνα. Η κολλητή της Άννας.
Τη Χριστίνα τη γνώριζα απ’ όταν γνώρισα την Άννα. Κοντούλα, μελαχρινή, κωλάρα σταθερή, τέλειο προσωπάκι και φωνή χαμηλή. Είχε πάντα μια υπόγεια ενέργεια, αλλά ποτέ δεν την είχα κοιτάξει αλλιώς. Ή έτσι νόμιζα...
Κατά τις 5 είχα γυρίσει από μπάνιο. Αλμυρός, ιδρωμένος, κολλημένος με άμμο. Σκεφτόμουν να κάνω ένα γρήγορο ντους.
Στην κουζίνα ήταν η Χριστίνα.
Είχε βγει κι εκείνη από το ντους. Το παρεό της — λευκό, λεπτό, μισάνοιχτο — αποκάλυπτε το στεγνό μαύρο μαγιό της.
Δεν φορούσε τίποτα άλλο.
Το μπούστο της φαινόταν καθαρά, οι ρώγες διαγράφονταν ελαφρώς μέσα απ’ το ύφασμα. Ήξερε πολύ καλά τι φαινόταν.
Με κοίταξε.
Δεν χαμογέλασε.
Απλώς με κοίταξε.
«Δεν σκέφτεσαι να βάλεις κάτι πάνω σου;» είπε.
«Έχει ζέστη», απάντησα, και συνέχισα να τη χαζεύω.
«Η Άννα... θα αργήσει, έτσι;»
«Έτσι είπε.» της είπα και πήγα για ντους κι εγώ.
Μπήκα λοιπόν για μπάνιο και μετά από λίγο βγήκα φορώντας μόνο μία πετσέτα στη μέση.
Περπατούσα χαλαρά προς το υπνοδωμάτιο όταν την πέτυχα στην κουζίνα να πίνει νερό. Γύρισε, με είδε μισόγυμνο.
«Άργησες. Το σώμα σου στεγνώνει πριν σκουπιστεί», είπε, κοιτάζοντάς με από πάνω μέχρι κάτω.
«Να φταίει η ζέστη ή εσύ;» απάντησα.
Χαμογέλασε. Πλησίασε αργά, σχεδόν προκλητικά.
«Έχεις καεί στον ώμο», είπε και άγγιξε το δέρμα μου με τα ακροδάχτυλα.
«Θες να σου βάλω κάτι να... σε δροσίσει;»
«Δεν είναι ο ώμος μου που έχει ανάγκη αυτή τη στιγμή», είπα κοιτώντας την μέσα στα μάτια.
Έκανε ένα βήμα πιο κοντά. Η ανάσα της έπεσε στο στήθος μου.
Η επαφή ήταν αρκετή.
Το σώμα μου αντέδρασε άμεσα. Η πετσέτα άρχισε να χαλαρώνει.
Τη φίλησα χωρίς να περιμένω.
Τα χείλη μας έκλεισαν τα λόγια.
Το στόμα της ήταν ζεστό, υγρό.
Ανταπέδωσε αμέσως, χωρίς δισταγμό.
Το φιλί δεν είχε καμία τρυφερότητα αλλά μόνο πάθος. Την έπιασα απ’ τη μέση, την ανέβασα στον πάγκο. Το παρεό έπεσε στο πάτωμα.
Το μαγιό έφυγε στο πλάι.
Με τράβηξε πάνω της, κολλώντας το σώμα της στο δικό μου, δεν αντιστάθηκα, μπήκα μέσα της απότομα.
Ήταν καυτή, υγρή, έτοιμη.
Έσφιγγε τα χείλη της για να μη βογκήξει δυνατά. Το σώμα της κολλούσε πάνω μου.
Με χτυπούσε με τα πόδια της χαμηλά στην πλάτη, έντονα, με ρυθμό. Δεν υπήρχε σκέψη, δεν υπήρχε έλεγχος.
Πήγαινα μέσα της σκληρά, γρήγορα, σχεδόν βiαια.
Της έκλεισα το στόμα με το χέρι μου όταν άρχισε να τρέμει.
Τα χέρια της ήταν στους ώμους μου, τα νύχια της μπήγονταν μέσα μου.
«Έτσι... Μην σταματάς», έλεγε κοφτά, με αναπνοές που έσπαγαν.
Άνοιξα πιο πολύ τα πόδια της, την κράτησα δυνατά και ανέβασα ρυθμό. Το σώμα της χτυπούσε πάνω μου.
Ο ήχος του γaμησιού μας — σάρκα με σάρκα, ιδρώτας, αναστεναγμοί που προσπαθούσε να κρατήσει.
Έσκυψα, της έγλειψα τον λαιμό, τη δάγκωσα στον ώμο. Τα χέρια της πέρασαν στην πλάτη μου και με κρατούσαν σφιχτά.
Έτρεμε.
Λίγο πριν τελειώσω, την έσπρωξα στο τραπέζι. Την γύρισα στα τέσσερα.
«Γουστάρεις;» της ψιθύρισα.
«Χώσε μου τα πάντα. Γaμησέ με δυνατά», είπε σφιγμένα, έτοιμη να ουρλιάξει.
Την γυρισα στα τέσσερα και αργά και σταθερά τον έβαλα από πiσω, μεχρι που μπήκε όλο μέσα της.
Συνέχισα άγρια, χωρίς σταματημό.
Της έκλεισα το στόμα με το χέρι και τελείωσα βαθιά μέσα της, με όλο μου το σώμα σφιγμένο.
Μείναμε εκεί για λίγα δευτερόλεπτα.
Ιδρωμένοι, κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλον
Σιωπηλοί
Η Χριστίνα γύρισε το κεφάλι της, πήρε μια ανάσα και με κοίταξε..
«Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έκανα Χριστούγεννα μέσα στο Καλοκαίρι»,
είπε με μισό χαμόγελο, σκουπίζοντας τον λαιμό της με τα δάχτυλα και μάζεψε τα μαλλιά της πίσω.
Πήγε και ξαναμπήκε στο ντους.
Εγώ ντύθηκα. Άναψα τσιγάρο. Κοίταξα το ρολόι.
Ήταν 6:52.
Είχαμε ακόμα σχεδόν δυο ώρες...
Υ.Γ Φυσικά υπάρχει και συνέχεια... ΕΔΩ
Το TEMU δινει προϊόντα σχεδόν δωρεάν --> Δες το άρθρο
